Κρίματα

Εκδόσεις Υδροπλάνο

Τα χέρια του πάνω μου πάντοτε θα τα θυμάμαι. Με
εξουσίαζαν, με συνέπαιρναν σε μια δίνη δίχως
τέλος. Αυτό το άγγιγμά του δεν είχε καμία σχέση με
άλλο. Τόσο αυτόνομο, τόσο διεκδικητικό. Με υπνώτιζε, με μάγευε κι εγώ αφηνόμουν, παραδινόμουν. Όλες
οι άμυνες έπεφταν σαν τραπουλόχαρτα… Τα τελευταία
βράδια τον σκέφτομαι συνεχώς. Ίσως γιατί ξέρω πως
είναι ώρα πια να συνεχίσω τη ζωή μου…

Περίληψη:

Αναζητώντας μερτικό στην ευτυχία, η Άσπα σκοντάφτει συνεχώς πάνω σε απώλειες. Μέσα από τα σκοτεινά τούνελ, που της έχει σκάψει το πεπρωμένο της, θα προσπαθήσει να ξεφύγει, να ανακαλύψει κάποιο ξέφωτο, να απλώσει την ψυχή της και να χαθεί σε κύματα αγάπης. Μα θα την αφήσουν τα κρίματα να τα καταφέρει; Θα βρει αυτό που αληθινά επιθυμεί ή κάποιος άλλος ορίζει τη δική της μοίρα; Από τη θεία Βιργινία στον Παύλο και από την Αρετή στον Λουκά, η Άσπα έψαχνε πάντοτε να βρει μονάχα την αγάπη που δικαιωματικά της ανήκε. Μια αγάπη που άλλες φορές πληρώθηκε με θάνατο, άλλες με προδοσία και άλλες έγινε φωτεινό αστέρι και στήριγμα στα δύσκολα μονοπάτια που είχε να διαβεί.

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ από όλα τα βιβλιοπωλεία.

Οι άνθρωποί μου

Όταν διάλεγα ανθρώπους, τους ήθελα ανθεκτικούς στον χρόνο. Συνοδοιπόρους, συνταξιδιώτες, φίλους, εραστές, οικογένεια… δικούς μου. Όσο στο δρόμο της ζωής μου περπατούσα και ξεχώριζα ανθρώπους, τους ήθελα καλοκαίρια, όχι θύελλες, ούτε καταιγίδες. Τους ήθελα ήλιους λαμπερούς, όχι σύννεφα, ούτε βροχές. Καθώς αγκάλιαζα τους ανθρώπους, τους φανέρωνα κάτι από εμένα. Δεν τους ήθελα κριτές, μα συμπαραστάτες. Δεν ήθελα να κουνούν το δάχτυλο μπροστά μου, μα ήθελα να μου δίνουν τα χέρια τους να πιαστώ, όταν κάποιες φορές έχανα την ισορροπία μου, όταν κάποιες στιγμές με λύγιζε η θλίψη, όταν η τρυφερότητά μου ριγούσε μπρος τους. Όταν μετρούσα τα βλέμματα που είχα γύρω μου, ήθελα να με μαγνητίζει η ζέση τους, η σπιρτάδα τους, μα και η φιλοξενία τους. Να γίνω μόνιμος κάτοικος μέσα τους. Όταν ξεχώριζα τους ανθρώπους, μου χάραζα από πριν μία πληγή στην ψυχή, να είμαι προετοιμασμένη για τον πόνο που θα μου άφηναν. Όταν διάλεγα ανθρώπους, διάλεγα τους δικούς μου ήρωες και τα δικά μου παραμύθια.

Βάγια Μπαλή

Φωτογραφία Pinterest

ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ

Από μικρό κορίτσι ένιωθε την ανάγκη να περνάει απαρατήρητη. Τα περιττά κιλά, ήταν ο λόγος που τα παιδιά του χωριού την κοροϊδεύαν, κάνοντάς την να αισθάνεται  άσχημα.  Στην εφηβεία οι συμμαθητές, της είχαν βγάλει διάφορα παρατσούκλια, όπως «χοντρή», «μπαλόνι», «φούσκα», και χασκογελούσαν. 

    Μοναδικό της μέλημα να τελειώσει γρήγορα το μάθημα και να πάει τρέχοντας στο σπίτι, να πάψει να ακούει τα υποτιμητικά σχόλια. Στο σπίτι τα πράγματα ήταν εξίσου δύσκολα. Ο πατέρας της ο κυρ Λάμπρος, χωρικός στο επάγγελμα, ήταν νταής και δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Όλη μέρα βρισκόταν στα χωράφια και τα απογεύματα, αφού τελείωνε, πήγαινε και μπεκρόπινε  με τους άντρες του χωριού στο καφενέ απέναντι από το σπίτι του. Όταν γυρνούσε, αν η γυναίκα δεν του είχε το φαγητό που επιθυμούσε, της έδινε το ξύλο της χρονιάς της και αν τολμούσε το Κατερινιώ να βγει από το δωμάτιο της, έτρωγε και εκείνη κάποια ξανάστροφη. Έτσι έμενε στο δωμάτιο της, άνοιγε το συρτάρι του μικρού γραφείου της, εκεί που είχε κρύψει κάμποσες σοκολάτες, τις άνοιγε και τις έτρωγε λαίμαργα. Λες και τρώγοντας έπαυε να ακούει τις βρισιές του πατέρα της και τα αναφιλητά της μάνας της που δεχόταν αγόγγυστα το ξύλο.

       Στα δέκα οχτώ της χρόνια ο κυρ Λάμπρος καθισμένος στον καναπέ, δίπλα από την κυρά Παγώνα, της ανακοίνωσε πως της βρήκε γαμπρό. Προξενιό από το διπλανό χωριό. Δε θα ξεχάσει ποτέ τα λόγια του πατέρα της. «Έτσι όπως είσαι, του λόγου σου, πρέπει να μου φιλάς τα χέρια που σου βρήκα άντρα να σε πάρει, όχι να μυξοκλαίς, λες και σου είπα πως θα σε κρεμάσω. Αυτό το «έτσι όπως είσαι», ήταν μαχαίρι στην καρδιά από τον ίδιο της τον δημιουργό. Η μάνα της δε σήκωνε το βλέμμα να την αντικρίσει. Για εκείνη ήταν νόμος όποια απόφαση έπαιρνε ο άντρας – αφέντης για το καλό της οικογένειας. Ο γάμος με τον κουτσό Λαυρέντη, ο οποίος είχε τα διπλά της χρόνια, έγινε δύο μήνες αργότερα. Το Κατερινιώ ασφυκτιούσε στο γάμο αυτό, μα δεν τολμούσε να το πει σε κανέναν. Ερχόντουσαν τα λόγια του πατέρα της ξανά και ξανά στ’ αυτιά της. Ο Λαυρέντης, μέθυσος και χαμένο κορμί. Όλη μέρα τριγύριζε στους δρόμους του χωριού και όταν γυρνούσε σπίτι, έπρεπε εκείνη να ανταποκρίνεται στις ορέξεις του, δίχως να του φέρνει αντίρρηση. Μονάχα ένα βράδυ τόλμησε να του αρνηθεί να πλαγιάσουν, μην αντέχοντας, ενώ είχε περίοδο,  και εκείνος έγινε ταύρος εν υαλοπωλείο. Τη βαρούσε με μπουνιές σε όλο της το σώμα όσο αυτή είχε σωριαστεί στα κρύα πλακάκια, αγκομαχώντας. Τη βίασε, αφήνοντάς την λιπόθυμη και γυμνή εκεί χάμω, όπως αφήνουν το κουφάρι ενός άψυχου ζώου.

     Η Κατερινιώ σκεφτόταν καθημερινά έναν τρόπο να σταματήσει όλο αυτό το αφόρητο μαρτύριο που περνούσε. Η μόνη της διέξοδος όταν έλειπε ο τύραννός της ήταν οι σοκολάτες, που είχε κρύψει στο εικονοστάσι, πίσω από την εικόνα της Παναγιάς. Της έτρωγε με μία απόλαυση, λες και έτσι ξόρκιζε το κακό.

Φίλες δεν είχε ποτέ της και έτσι δεν είχε πουθενά να πει τον πόνο της, ώσπου ένα πρωινό της χτύπησε την πόρτα η νεαρή δασκάλα, που είχε νοικιάσει το σπίτι ακριβώς δίπλα τους. Όταν η νεαρή κοπέλα αντίκρισε το μελανιασμένο πρόσωπο της Κατερινιώς, από το χθεσινοβραδινό ξύλο, αναφώνησε τρομαγμένη «Ωχ, Παναγία μου». Έπειτα κατέβασε το βλέμμα της και ζήτησε βιαστικά συγγνώμη. Η Κατερινιώ δεν της είπε κάτι, περίμενε βουβή δίπλα στην ανοιχτή πόρτα, μέχρι να ακούσει γιατί είχε έρθει έως το κατώφλι της. Η νεαρή κοπέλα χρειαζόταν μια στάλα λάδι. Η Κατερινιώ της έδωσε ένα μπουκάλι λάδι και από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, απέκτησε την πρώτη της φίλη. Η Λυδία ήρθε με απόσπαση από τη Θεσσαλονίκη που ήταν η έδρα της, σε αυτό το μικρό χωριό της Ξάνθης. Η Κατερινιώ κράτησε κρυφή τη νέα και μοναδική της φίλη  από τον Λαυρέντη, αφού γνώριζε πολύ καλά πως αν μάθαινε πως είχε πάρε δώσε με τη νεαρή δασκάλα, θα απαιτούσε να ξεκόψει. Ξεκίνησε να της διηγείται δειλά τι περνούσε από τον σαδιστή άντρα της. Η Λυδία την παρότρυνε να φύγει μακριά του, να γυρίσει στην οικογένειά της, ώσπου έμαθε πως και στο πατρικό της η ίδια κατάσταση επικρατούσε. Τα πάντα κατέληγαν σε αδιέξοδο στη ζωή της. Πρώτη φορά σάστισε όταν τη ρώτησε η φίλη της αν είχε αγαπήσει κάτι δυνατά. «Αγάπη; Υπάρχει η αγάπη; Αλήθεια; Αυτά είναι παραμύθια για μικρά παιδιά, καλή μου Λυδία. Τι με ρωτάς;»

«Τον εαυτό σου τον αγαπάς Κατερινιώ;», τη ρώτησε αφοπλιστικά.

«Εμένα; Πως να με αγαπώ έτσι όπως είμαι; Με βλέπει και με φτύνει ο κόσμος, δεν αντέχει την ασχήμια μου. Ούτε ο άντρας μου με αντέχει. Κάθε βράδυ που εκτελεί τα συζυγικά του καθήκοντα, λέει, πως εύχεται να μην κάνουμε παιδί, γιατί θα βγει τέρας σαν και εμένα».

«Κι εγώ σου λέω πως είσαι πολύ όμορφη και πως πρέπει να φύγεις το συντομότερο από αυτόν τον γάμο και από το χωριό. Θα πρέπει να βρεις  το σθένος, καθώς επίσης πρέπει  να καταγγείλεις τον τύραννό σου στις αρχές. Σου υπόσχομαι πως θα είμαι δίπλα σου αν το αποφασίσεις».

   Ο Λαυρέντης, γινόταν καθημερινά πιο βίαιος, βγάζοντας πάνω της  τα αρρωστημένα του ένστικτα. Το μυαλό της τριβέλιζε η ιδέα να φύγει, όλο και πιο συχνά, από τότε που την είχε παρακινήσει η Λυδία να το πράξει. Ένιωθε μία σιγουριά, γνωρίζοντας πως εκείνη θα την στήριζε. Τις μέρες κατέστρωναν σχέδια για να κατορθώσει με επιτυχία αυτή της τη φυγή. Η Λυδία της είχε βρει το μέρος που θα μείνει στη συμπρωτεύουσα, και αυτό δεν ήταν άλλο από το σπίτι της πρώτης της ξαδέρφης, η οποία ήταν σε κάποια γυναικεία οργάνωση, που προάσπιζε τα δικαιώματα των γυναικών. Της είχε μιλήσει για το Κατερινιώ και ήταν δεκτική  να τη βοηθήσει και να την καθοδηγήσει σωστά με τις απαραίτητες για εκείνη κινήσεις. Είχε πια έναν στόχο στη ζωή της. Τον στόχο να φύγει μακριά από τους δυνάστες της και να ζήσει. Από τότε που είχε πάρει την απόφαση να το πράξει, είχε αρχίσει να αλλάζει. Τα κιλά έφευγαν από πάνω της ως δια μαγείας, και τις κρυμμένες σοκολάτες, που συνήθιζε να τρώει λαίμαργα, με την πρώτη ευκαιρία, τις πέταξε. Είχε αρχίσει να φροντίζει τα μαλλιά της, βουρτσίζοντάς τα καθημερινά, κοιτάζοντας το είδωλό της στον καθρέφτη, δίχως να τρομάζει. Ίσα ίσα που έπιανε τον εαυτό της να του χαμογελά.

              Το βράδυ της παντοτινής απελευθέρωσης είχε φτάσει. Ο Λαυρέντης γύρισε στο σπίτι, δίχως να έχει πιει γουλιά. Αυτό ήταν κάτι που δεν άρεσε στην Κατερινιώ. Αυτό σήμαινε πως θα είχε πολλές αντοχές, και το μαρτύριο της θα κρατούσε ώρες. Είχε δίκιο. Κουτσαίνοντας, έφτασε πίσω της, ενώ εκείνη ετοίμαζε το φαγητό του. Με μία κίνηση την άρπαξε και τη γύρισε. Με τα βρώμικα χέρια του, της έπιασε το πρόσωπο και έχωσε τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της. Πρώτη φορά τη φιλούσε στο στόμα. Της ήρθε να κάνει εμετό, μα κρατήθηκε.

«Έχεις αλλάξει μου φαίνεται, εσύ. Σαν να έχεις ομορφύνει ξαφνικά. Νομίζω πως δεν ντρέπομαι πια τόσο να σε βγάλω από το σπίτι. Ο Γιώργης, μου είπε προ ολίγου στο καφενείο, πως σε είδε ψες στο παντοπωλείο, και πως του φάνηκε σαν να έχασες κιλά. Για να σε δω, δα…  χμ, καλούτσικη είσαι. Έλα ευχαρίστησε τον άντρα σου τώρα. Γονάτισε γιατί δεν αντέχω. Κοίτα μωρή που σε θέλησα, δίχως να σκεφτώ κάποια άλλη». Εκείνη υπάκουσε πιστά, δεν ήθελε να του φέρει αντίρρηση. Όσο πιο γρήγορα τελείωνε, τόσο πιο σύντομα θα έπεφτε για ύπνο και θα μπορούσε να το σκάσει. Αφού  ευχαρίστησε τις ορέξεις του, όπως της είχε επιβάλει, έκατσε να φάει. Καθόταν απέναντί του στο τραπέζι και τον κοίταζε, δίχως να ενδιαφέρεται για πιάτο που είχε μπροστά της.

«Γυναίκα δεν έχεις αγγίξει το φαγητό σου. Φάε, μην λέει ο πατέρας σου πως σε αφήνω ατάιστη».

«Δεν πεινάω Λαυρέντη μου».

«Γιατί μωρή δεν πεινάς; Είσαι άρρωστη;»

«Όχι, μη λες τέτοια πράγματα, μια χαρά είμαι».

«Τότε γιατί δεν τρως; Μήπως σου γυάλισε κανένας εδώ στο χωριό και κάνεις αυτές τις δίαιτες, πως τις λένε, για να του καλοαρέσεις;»

«Τι λες Λαρεύντη μου;»

«Εγώ τι λέω μωρή; Μου έγινες και εσύ παστρικιά;» τη ρώτησε, και με το αριστερό του χέρι εκσφενδόνιζε το πιάτο με το φαγητό της στον απέναντι τοίχο, και με το δεξί του χέρι την είχε αρπάξει από τα μακριά, μαύρα μαλλιά της, και πλέον την έσερνε μέσα στο σπίτι.

«Λέγε μωρή βρώμα, ποιον έβαλες στο μάτι; Νομίζεις θα κοιτάξει εσένα; Μονάχα εγώ σε ανέχομαι. Αν δε μου έδινε ο πατέρας σου τα μισά του χωράφια, ούτε εγώ θα σε έπαιρνα, έτσι όπως είσαι. Θέλεις έρωτες παλιοθήλυκο;» Την έβριζε και την χτυπούσε δίχως έλεος. Εκείνη σκεφτόταν ότι σε λίγες ώρες θα ήταν ελεύθερη και έπαιρνε δύναμη. Τι κι αν στα μάτια της μέσα έτρεχαν σταγόνες από το ίδιο της το αίμα; Τι κι αν της είχε ανοίξει το κεφάλι; Εκείνη σκεφτόταν τη φυγή της, τη σωτηρία της.

 Αργά το βράδυ όταν έβγαλε όλο του το μένος πάνω της, έπεσε και κοιμήθηκε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Εκείνη με το ξεραμένο αίμα στα μαλλιά της μονολόγησε κοιτάζοντάς τον «Δε σε φοβάμαι πια. Θα τα καταφέρω μόνη μου». 

Άνοιξε την πόρτα και έτρεξε προς τη σωτηρία, δίχως πια να κοιτάξει πίσω.

Αγάπησε τον εαυτό της και αγαπήθηκε βαθιά, όπως αξίζει σε όσους δεν κακοποιούν ψυχές, σώματα και συνειδήσεις.

Βάγια Μπαλή