Κρίματα

Εκδόσεις Υδροπλάνο

Τα χέρια του πάνω μου πάντοτε θα τα θυμάμαι. Με
εξουσίαζαν, με συνέπαιρναν σε μια δίνη δίχως
τέλος. Αυτό το άγγιγμά του δεν είχε καμία σχέση με
άλλο. Τόσο αυτόνομο, τόσο διεκδικητικό. Με υπνώτιζε, με μάγευε κι εγώ αφηνόμουν, παραδινόμουν. Όλες
οι άμυνες έπεφταν σαν τραπουλόχαρτα… Τα τελευταία
βράδια τον σκέφτομαι συνεχώς. Ίσως γιατί ξέρω πως
είναι ώρα πια να συνεχίσω τη ζωή μου…

Περίληψη:

Αναζητώντας μερτικό στην ευτυχία, η Άσπα σκοντάφτει συνεχώς πάνω σε απώλειες. Μέσα από τα σκοτεινά τούνελ, που της έχει σκάψει το πεπρωμένο της, θα προσπαθήσει να ξεφύγει, να ανακαλύψει κάποιο ξέφωτο, να απλώσει την ψυχή της και να χαθεί σε κύματα αγάπης. Μα θα την αφήσουν τα κρίματα να τα καταφέρει; Θα βρει αυτό που αληθινά επιθυμεί ή κάποιος άλλος ορίζει τη δική της μοίρα; Από τη θεία Βιργινία στον Παύλο και από την Αρετή στον Λουκά, η Άσπα έψαχνε πάντοτε να βρει μονάχα την αγάπη που δικαιωματικά της ανήκε. Μια αγάπη που άλλες φορές πληρώθηκε με θάνατο, άλλες με προδοσία και άλλες έγινε φωτεινό αστέρι και στήριγμα στα δύσκολα μονοπάτια που είχε να διαβεί.

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ από όλα τα βιβλιοπωλεία.

Οι άνθρωποί μου

Όταν διάλεγα ανθρώπους, τους ήθελα ανθεκτικούς στον χρόνο. Συνοδοιπόρους, συνταξιδιώτες, φίλους, εραστές, οικογένεια… δικούς μου. Όσο στο δρόμο της ζωής μου περπατούσα και ξεχώριζα ανθρώπους, τους ήθελα καλοκαίρια, όχι θύελλες, ούτε καταιγίδες. Τους ήθελα ήλιους λαμπερούς, όχι σύννεφα, ούτε βροχές. Καθώς αγκάλιαζα τους ανθρώπους, τους φανέρωνα κάτι από εμένα. Δεν τους ήθελα κριτές, μα συμπαραστάτες. Δεν ήθελα να κουνούν το δάχτυλο μπροστά μου, μα ήθελα να μου δίνουν τα χέρια τους να πιαστώ, όταν κάποιες φορές έχανα την ισορροπία μου, όταν κάποιες στιγμές με λύγιζε η θλίψη, όταν η τρυφερότητά μου ριγούσε μπρος τους. Όταν μετρούσα τα βλέμματα που είχα γύρω μου, ήθελα να με μαγνητίζει η ζέση τους, η σπιρτάδα τους, μα και η φιλοξενία τους. Να γίνω μόνιμος κάτοικος μέσα τους. Όταν ξεχώριζα τους ανθρώπους, μου χάραζα από πριν μία πληγή στην ψυχή, να είμαι προετοιμασμένη για τον πόνο που θα μου άφηναν. Όταν διάλεγα ανθρώπους, διάλεγα τους δικούς μου ήρωες και τα δικά μου παραμύθια.

Βάγια Μπαλή

Φωτογραφία Pinterest

ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ

Από μικρό κορίτσι ένιωθε την ανάγκη να περνάει απαρατήρητη. Τα περιττά κιλά, ήταν ο λόγος που τα παιδιά του χωριού την κοροϊδεύαν, κάνοντάς την να αισθάνεται  άσχημα.  Στην εφηβεία οι συμμαθητές, της είχαν βγάλει διάφορα παρατσούκλια, όπως «χοντρή», «μπαλόνι», «φούσκα», και χασκογελούσαν. 

    Μοναδικό της μέλημα να τελειώσει γρήγορα το μάθημα και να πάει τρέχοντας στο σπίτι, να πάψει να ακούει τα υποτιμητικά σχόλια. Στο σπίτι τα πράγματα ήταν εξίσου δύσκολα. Ο πατέρας της ο κυρ Λάμπρος, χωρικός στο επάγγελμα, ήταν νταής και δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Όλη μέρα βρισκόταν στα χωράφια και τα απογεύματα, αφού τελείωνε, πήγαινε και μπεκρόπινε  με τους άντρες του χωριού στο καφενέ απέναντι από το σπίτι του. Όταν γυρνούσε, αν η γυναίκα δεν του είχε το φαγητό που επιθυμούσε, της έδινε το ξύλο της χρονιάς της και αν τολμούσε το Κατερινιώ να βγει από το δωμάτιο της, έτρωγε και εκείνη κάποια ξανάστροφη. Έτσι έμενε στο δωμάτιο της, άνοιγε το συρτάρι του μικρού γραφείου της, εκεί που είχε κρύψει κάμποσες σοκολάτες, τις άνοιγε και τις έτρωγε λαίμαργα. Λες και τρώγοντας έπαυε να ακούει τις βρισιές του πατέρα της και τα αναφιλητά της μάνας της που δεχόταν αγόγγυστα το ξύλο.

       Στα δέκα οχτώ της χρόνια ο κυρ Λάμπρος καθισμένος στον καναπέ, δίπλα από την κυρά Παγώνα, της ανακοίνωσε πως της βρήκε γαμπρό. Προξενιό από το διπλανό χωριό. Δε θα ξεχάσει ποτέ τα λόγια του πατέρα της. «Έτσι όπως είσαι, του λόγου σου, πρέπει να μου φιλάς τα χέρια που σου βρήκα άντρα να σε πάρει, όχι να μυξοκλαίς, λες και σου είπα πως θα σε κρεμάσω. Αυτό το «έτσι όπως είσαι», ήταν μαχαίρι στην καρδιά από τον ίδιο της τον δημιουργό. Η μάνα της δε σήκωνε το βλέμμα να την αντικρίσει. Για εκείνη ήταν νόμος όποια απόφαση έπαιρνε ο άντρας – αφέντης για το καλό της οικογένειας. Ο γάμος με τον κουτσό Λαυρέντη, ο οποίος είχε τα διπλά της χρόνια, έγινε δύο μήνες αργότερα. Το Κατερινιώ ασφυκτιούσε στο γάμο αυτό, μα δεν τολμούσε να το πει σε κανέναν. Ερχόντουσαν τα λόγια του πατέρα της ξανά και ξανά στ’ αυτιά της. Ο Λαυρέντης, μέθυσος και χαμένο κορμί. Όλη μέρα τριγύριζε στους δρόμους του χωριού και όταν γυρνούσε σπίτι, έπρεπε εκείνη να ανταποκρίνεται στις ορέξεις του, δίχως να του φέρνει αντίρρηση. Μονάχα ένα βράδυ τόλμησε να του αρνηθεί να πλαγιάσουν, μην αντέχοντας, ενώ είχε περίοδο,  και εκείνος έγινε ταύρος εν υαλοπωλείο. Τη βαρούσε με μπουνιές σε όλο της το σώμα όσο αυτή είχε σωριαστεί στα κρύα πλακάκια, αγκομαχώντας. Τη βίασε, αφήνοντάς την λιπόθυμη και γυμνή εκεί χάμω, όπως αφήνουν το κουφάρι ενός άψυχου ζώου.

     Η Κατερινιώ σκεφτόταν καθημερινά έναν τρόπο να σταματήσει όλο αυτό το αφόρητο μαρτύριο που περνούσε. Η μόνη της διέξοδος όταν έλειπε ο τύραννός της ήταν οι σοκολάτες, που είχε κρύψει στο εικονοστάσι, πίσω από την εικόνα της Παναγιάς. Της έτρωγε με μία απόλαυση, λες και έτσι ξόρκιζε το κακό.

Φίλες δεν είχε ποτέ της και έτσι δεν είχε πουθενά να πει τον πόνο της, ώσπου ένα πρωινό της χτύπησε την πόρτα η νεαρή δασκάλα, που είχε νοικιάσει το σπίτι ακριβώς δίπλα τους. Όταν η νεαρή κοπέλα αντίκρισε το μελανιασμένο πρόσωπο της Κατερινιώς, από το χθεσινοβραδινό ξύλο, αναφώνησε τρομαγμένη «Ωχ, Παναγία μου». Έπειτα κατέβασε το βλέμμα της και ζήτησε βιαστικά συγγνώμη. Η Κατερινιώ δεν της είπε κάτι, περίμενε βουβή δίπλα στην ανοιχτή πόρτα, μέχρι να ακούσει γιατί είχε έρθει έως το κατώφλι της. Η νεαρή κοπέλα χρειαζόταν μια στάλα λάδι. Η Κατερινιώ της έδωσε ένα μπουκάλι λάδι και από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, απέκτησε την πρώτη της φίλη. Η Λυδία ήρθε με απόσπαση από τη Θεσσαλονίκη που ήταν η έδρα της, σε αυτό το μικρό χωριό της Ξάνθης. Η Κατερινιώ κράτησε κρυφή τη νέα και μοναδική της φίλη  από τον Λαυρέντη, αφού γνώριζε πολύ καλά πως αν μάθαινε πως είχε πάρε δώσε με τη νεαρή δασκάλα, θα απαιτούσε να ξεκόψει. Ξεκίνησε να της διηγείται δειλά τι περνούσε από τον σαδιστή άντρα της. Η Λυδία την παρότρυνε να φύγει μακριά του, να γυρίσει στην οικογένειά της, ώσπου έμαθε πως και στο πατρικό της η ίδια κατάσταση επικρατούσε. Τα πάντα κατέληγαν σε αδιέξοδο στη ζωή της. Πρώτη φορά σάστισε όταν τη ρώτησε η φίλη της αν είχε αγαπήσει κάτι δυνατά. «Αγάπη; Υπάρχει η αγάπη; Αλήθεια; Αυτά είναι παραμύθια για μικρά παιδιά, καλή μου Λυδία. Τι με ρωτάς;»

«Τον εαυτό σου τον αγαπάς Κατερινιώ;», τη ρώτησε αφοπλιστικά.

«Εμένα; Πως να με αγαπώ έτσι όπως είμαι; Με βλέπει και με φτύνει ο κόσμος, δεν αντέχει την ασχήμια μου. Ούτε ο άντρας μου με αντέχει. Κάθε βράδυ που εκτελεί τα συζυγικά του καθήκοντα, λέει, πως εύχεται να μην κάνουμε παιδί, γιατί θα βγει τέρας σαν και εμένα».

«Κι εγώ σου λέω πως είσαι πολύ όμορφη και πως πρέπει να φύγεις το συντομότερο από αυτόν τον γάμο και από το χωριό. Θα πρέπει να βρεις  το σθένος, καθώς επίσης πρέπει  να καταγγείλεις τον τύραννό σου στις αρχές. Σου υπόσχομαι πως θα είμαι δίπλα σου αν το αποφασίσεις».

   Ο Λαυρέντης, γινόταν καθημερινά πιο βίαιος, βγάζοντας πάνω της  τα αρρωστημένα του ένστικτα. Το μυαλό της τριβέλιζε η ιδέα να φύγει, όλο και πιο συχνά, από τότε που την είχε παρακινήσει η Λυδία να το πράξει. Ένιωθε μία σιγουριά, γνωρίζοντας πως εκείνη θα την στήριζε. Τις μέρες κατέστρωναν σχέδια για να κατορθώσει με επιτυχία αυτή της τη φυγή. Η Λυδία της είχε βρει το μέρος που θα μείνει στη συμπρωτεύουσα, και αυτό δεν ήταν άλλο από το σπίτι της πρώτης της ξαδέρφης, η οποία ήταν σε κάποια γυναικεία οργάνωση, που προάσπιζε τα δικαιώματα των γυναικών. Της είχε μιλήσει για το Κατερινιώ και ήταν δεκτική  να τη βοηθήσει και να την καθοδηγήσει σωστά με τις απαραίτητες για εκείνη κινήσεις. Είχε πια έναν στόχο στη ζωή της. Τον στόχο να φύγει μακριά από τους δυνάστες της και να ζήσει. Από τότε που είχε πάρει την απόφαση να το πράξει, είχε αρχίσει να αλλάζει. Τα κιλά έφευγαν από πάνω της ως δια μαγείας, και τις κρυμμένες σοκολάτες, που συνήθιζε να τρώει λαίμαργα, με την πρώτη ευκαιρία, τις πέταξε. Είχε αρχίσει να φροντίζει τα μαλλιά της, βουρτσίζοντάς τα καθημερινά, κοιτάζοντας το είδωλό της στον καθρέφτη, δίχως να τρομάζει. Ίσα ίσα που έπιανε τον εαυτό της να του χαμογελά.

              Το βράδυ της παντοτινής απελευθέρωσης είχε φτάσει. Ο Λαυρέντης γύρισε στο σπίτι, δίχως να έχει πιει γουλιά. Αυτό ήταν κάτι που δεν άρεσε στην Κατερινιώ. Αυτό σήμαινε πως θα είχε πολλές αντοχές, και το μαρτύριο της θα κρατούσε ώρες. Είχε δίκιο. Κουτσαίνοντας, έφτασε πίσω της, ενώ εκείνη ετοίμαζε το φαγητό του. Με μία κίνηση την άρπαξε και τη γύρισε. Με τα βρώμικα χέρια του, της έπιασε το πρόσωπο και έχωσε τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της. Πρώτη φορά τη φιλούσε στο στόμα. Της ήρθε να κάνει εμετό, μα κρατήθηκε.

«Έχεις αλλάξει μου φαίνεται, εσύ. Σαν να έχεις ομορφύνει ξαφνικά. Νομίζω πως δεν ντρέπομαι πια τόσο να σε βγάλω από το σπίτι. Ο Γιώργης, μου είπε προ ολίγου στο καφενείο, πως σε είδε ψες στο παντοπωλείο, και πως του φάνηκε σαν να έχασες κιλά. Για να σε δω, δα…  χμ, καλούτσικη είσαι. Έλα ευχαρίστησε τον άντρα σου τώρα. Γονάτισε γιατί δεν αντέχω. Κοίτα μωρή που σε θέλησα, δίχως να σκεφτώ κάποια άλλη». Εκείνη υπάκουσε πιστά, δεν ήθελε να του φέρει αντίρρηση. Όσο πιο γρήγορα τελείωνε, τόσο πιο σύντομα θα έπεφτε για ύπνο και θα μπορούσε να το σκάσει. Αφού  ευχαρίστησε τις ορέξεις του, όπως της είχε επιβάλει, έκατσε να φάει. Καθόταν απέναντί του στο τραπέζι και τον κοίταζε, δίχως να ενδιαφέρεται για πιάτο που είχε μπροστά της.

«Γυναίκα δεν έχεις αγγίξει το φαγητό σου. Φάε, μην λέει ο πατέρας σου πως σε αφήνω ατάιστη».

«Δεν πεινάω Λαυρέντη μου».

«Γιατί μωρή δεν πεινάς; Είσαι άρρωστη;»

«Όχι, μη λες τέτοια πράγματα, μια χαρά είμαι».

«Τότε γιατί δεν τρως; Μήπως σου γυάλισε κανένας εδώ στο χωριό και κάνεις αυτές τις δίαιτες, πως τις λένε, για να του καλοαρέσεις;»

«Τι λες Λαρεύντη μου;»

«Εγώ τι λέω μωρή; Μου έγινες και εσύ παστρικιά;» τη ρώτησε, και με το αριστερό του χέρι εκσφενδόνιζε το πιάτο με το φαγητό της στον απέναντι τοίχο, και με το δεξί του χέρι την είχε αρπάξει από τα μακριά, μαύρα μαλλιά της, και πλέον την έσερνε μέσα στο σπίτι.

«Λέγε μωρή βρώμα, ποιον έβαλες στο μάτι; Νομίζεις θα κοιτάξει εσένα; Μονάχα εγώ σε ανέχομαι. Αν δε μου έδινε ο πατέρας σου τα μισά του χωράφια, ούτε εγώ θα σε έπαιρνα, έτσι όπως είσαι. Θέλεις έρωτες παλιοθήλυκο;» Την έβριζε και την χτυπούσε δίχως έλεος. Εκείνη σκεφτόταν ότι σε λίγες ώρες θα ήταν ελεύθερη και έπαιρνε δύναμη. Τι κι αν στα μάτια της μέσα έτρεχαν σταγόνες από το ίδιο της το αίμα; Τι κι αν της είχε ανοίξει το κεφάλι; Εκείνη σκεφτόταν τη φυγή της, τη σωτηρία της.

 Αργά το βράδυ όταν έβγαλε όλο του το μένος πάνω της, έπεσε και κοιμήθηκε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Εκείνη με το ξεραμένο αίμα στα μαλλιά της μονολόγησε κοιτάζοντάς τον «Δε σε φοβάμαι πια. Θα τα καταφέρω μόνη μου». 

Άνοιξε την πόρτα και έτρεξε προς τη σωτηρία, δίχως πια να κοιτάξει πίσω.

Αγάπησε τον εαυτό της και αγαπήθηκε βαθιά, όπως αξίζει σε όσους δεν κακοποιούν ψυχές, σώματα και συνειδήσεις.

Βάγια Μπαλή

ΦΤΙΑΧΤΗΚΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ

Γεμίζουν οι στιγμές με προσδοκίες και η ματιά μου ζητά να χαθεί μέσα στην όαση του βλέμματός σου.

Στριμώχνεται ο έρωτας σε σκέψεις και συμβιβασμούς, ενώ στην πραγματικότητα θέλει

να απλωθεί στο χώρο και να αιωρηθεί πάνω από θάλασσες, δίπλα στο σώμα σου,

 μέσα στην ανάσα σου και γύρω από τα «θέλω» σου.

Ανοίγω το βήμα για να προφτάσω τη κίνησή σου ακόμα και αν έως τώρα μας κρατάν μακριά οι αποστάσεις. Σε κάθε σου «γίνε», μπορώ να καταφέρω το ακατόρθωτο.

Σε κάθε σου «μπορώ», γίνομαι αγάπη που σε τυλίγει.

Μη βιαστείς να πεις πως με γνωρίζεις, γιατί μαθαίνω κι εγώ τον ερωτευμένο εαυτό που δεν τον γνώριζα, μαθαίνω από το μηδέν τις αντοχές μου.

Μη βιαστείς να πεις πως ξαγρυπνάς με τη σκέψη μου, γιατί κι εγώ τον ύπνο τον μίσησα και μέρες τώρα στρώνω εσένα στα σεντόνια, ξαπλώνω και δένομαι μαζί σου,

 με του μυαλού την θαυμαστή ανύψωση.

Μη βιαστείς να με αφήσεις σαν τα χέρια μας πλέξουν παραδείσους,

γιατί πολύ φοβάμαι πως θα κομματιαστώ σε μία πεζή καθημερινότητα έπειτα,

 και δεν το θέλω.

Μα βιάσου να μ’ αγαπήσεις με όλες σου τις αισθήσεις,

γιατί φτιάχτηκα για εσένα μία μέρα του Οκτώβρη και έκτοτε σ’ αναζητούσα μέσα στους ευτυχισμένους μόνους του κόσμου μας.

Είναι πάντα καλύτερα ένα ευτυχισμένο ΜΑΖΙ.

Είναι καλύτερα να χορεύει η ψυχή στους χτύπους της δικής σου καρδιάς.

Βάγια Μπαλή

φωτογραφία από Pinterest

ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΙ ΦΟΝΙΑΔΕΣ

Λαβώσαμε τα χείλη μας με δάκρυα

Σκοτώσαμε τα χάδια μας με τόνους αναισθησίας

Πλυθήκαμε με ντροπές και σκουπιστήκαμε τις τύψεις μας.

Εμείς, οι ρομαντικοί ηγεμόνες του καταδικασμένου ονείρου.

Εμείς, τα πιόνια σε παιχνίδι κλεμμένο

Εμείς, ερωτευμένοι φονιάδες της μισοτελειωμένης άνοιξης.

Εμείς, οντότητες μοναχικές, που ξεγλιστρούν σε γέλια και αγγίγματα.

Μη μου μιλάς για τον έρωτα αν δεν έχεις πλυθεί στα νερά του, τα βαθιά. Αν δεν έχεις πυρώσει το βλέμμα πρώτα και έπειτα το κορμί στις φωτιές του. Μη μου λες πως ξέρεις, αν δεν του έχεις μαρτυρήσει τις πιο ένοχες σκέψεις σου, τις πιο ερωτευμένες ανάσες σου. Μη μου μιλάς για εκείνον αν δεν τον έχεις νιώσει ηγεμόνα και ταυτόχρονα δούλο, οδηγητή και ελεύθερο πνεύμα στους δρόμους το σκοτεινού πόθου. Μη μου μιλάς για τον έρωτα, αν δεν έχεις βραχεί απ’ τις σταγόνες και από τα βάθη του, αν δεν έχεις στερέψει μπροστά του και δεν τον  έχεις εκλιπαρήσει να λυπηθεί την διψασμένη σου οντότητα. Μη μου μιλάς, αν θες να υπογραμμίσεις τη μετριότητα. Δεν χωρούν μετριότητες σε εκείνον. Τα θέλει όλα ή τίποτα. Τη υπέρβαση ζητά και το χάσιμο. Το «περίπου» δε φτιάχτηκε για εκείνον, το παραλίγο δεν τον άγγιξε ποτέ. Αν μου μιλάς για τον έρωτα να βάφεσαι κόκκινη λαχτάρα, να πατάς το γκάζι της ανησυχίας ταυτόχρονα με την ταχύτητα που έχει το φιλί. Να αγγίζεις το ζενίθ και να σκοντάφτεις στο ναδίρ σε δευτερόλεπτα. Να αλλάζεις… να ομορφαίνεις με αγγίγματα, να ανθίζεις με αγκαλιές, να ξοδεύεσαι σε ιδρωμένα σ’ αγαπώ και να ισιώνεις της ψυχής τα αλλοτινά τσαλακωμένα μέρη. Μη μου μιλάς για τον έρωτα, αν δεν έχεις τις σωστές συλλαβές για να τον προφέρεις. Καλύτερα σιώπησε. Η σιωπή μπορεί να συγχωρέσει, μπορεί να δικαιολογήσει. Μα αν μιλήσεις, φρόντισε να έχεις στα χείλη το δέρμα του και στη γλώσσα σου τα πιο ερωτευμένα μάτια του. Αν θες να μου  μιλήσεις για τον έρωτα, καλύτερα τα δάχτυλα να έχουν μουσκέψει από δάκρυα ξεπερασμένης αντοχής πρώτα, και το στήθος να έχει πονέσει από τη σαϊτιά που σε βρήκε νύχτα στο δικό μου ερωτευμένο μοναχικό στενό.

Βάγια Μπαλή

Φωτογραφία: Pinterest

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ

photo by pinterest

Η απόφαση του χωρισμού έπειτα από τόσα χρόνια γάμου ήταν πολύ δύσκολη και για τους δύο. Είκοσι επτά χρόνια ήταν αυτά. Χρόνια αρχικά γεμάτα έρωτα και πάθος και έπειτα συνήθεια και τέλος χρόνια αποξένωσης.

Είχαν καταντήσει να είναι στο ίδιο σπίτι ξένοι. Δεν αναγνώριζαν πια ο ένας τον άλλον. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η Άννα προσπαθούσε να θυμηθεί τι ήταν αυτό που την είχε τραβήξει στον Πέτρο, μα μάταια προσπαθούσε να το βρει. Δεν υπήρχε τίποτα πάνω του και στη συμπεριφορά του που να μπορεί να την κάνει να θυμηθεί. Και εκείνος… εκείνος προσπαθούσε να σκεφτεί πότε έπαψε να ενδιαφέρεται ερωτικά για εκείνη και ξεκίνησε να ξενοκοιτάει. Πρέπει να ήταν λίγο μετά τη γέννηση του Ορφέα. Τότε που όλη η προσοχή της έπεσε πάνω στο παιδί. Έγινε μια τέλεια μαμά, μα έπαψε να είναι  η γυναίκα που του δημιουργούσε αισθήματα πόθου.

Έτσι πήραν την πολυπόθητη απόφαση να πάρουν δρόμους χωριστούς, μιας και ο Ορφέας ήταν πλέον μεγάλος άντρας, ανεξάρτητος. Στα είκοσι πέντε του, μπορούσε εύκολα να διαχειριστεί την απόφαση των δικών του, αν και του στοίχισε.

Και η  Άννα  στα πενήντα έξι της πήρε ξανά τη ζωή στα χέρια της. Ξεκίνησε ν’ ασχολείται ξανά  με τη ζωγραφική, που είχε παρατήσει λίγο μετά το γάμο της. Έβγαλε τον καμβά από το πατάρι, πήρε νέα υλικά και ξεκίνησε ένα ταξίδι δημιουργίας. Δεν άργησε να κάνει και την πρώτη της ολοκληρωμένη έκθεση των έργων της, με θέμα “Δεύτερη ευκαιρία”. Σε εκείνη τη δημιουργική περίοδο, παραδόξως θυμήθηκε τι είχε ερωτευτεί στον Πέτρο. Φαινόταν στον πίνακα η γοητεία, ο έρωτας, η αγάπη. Στα εγκαίνια της έκθεσης ο Πέτρος ήταν εκεί. Έμεινε εμβρόντητος, βλέποντας τους πίνακες της. Η έκπληξη του ήταν πολύ μεγάλη. Εκείνο το βράδυ τη θαύμασε. Εκείνο το βράδυ ξανά ξύπνησε ο πόθος του για εκείνη, μα και η αγάπη που ποτέ εν τέλει δεν είχε χαθεί.

Γιατί μερικές ζωές χρειάζονται μια δεύτερη ευκαιρία, να υπερνικήσουν την φθορά.

Βάγια Μπαλή

ΜΝΗΜΕΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΖΩΗΣ

Καθόταν στο παγκάκι του πάρκου, όπως έκανε κάθε πρωί πριν ξεκινήσει την δουλειά του διαβάζοντας την εφημερίδα, πίνοντας τον καφέ του, τον οποίο είχε πάρει από το απέναντι ακριβώς καφενεδάκι μαζί με ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης που βρισκόταν ακόμα μέσα στη μικρή διαφανή σακούλα. Στα είκοσι επτά του χρόνια ο Πλάτωνας, καθηγητής φιλόλογος στο δημόσιο λύκειο όπου βρισκόταν ένα τετράγωνο παρακάτω από το μικρό αυτό παρκάκι που συνήθιζε να περνάει τις πρώτες ήσυχες στιγμές της μέρας του πριν από το σχολείο. Αυτή η φορά δεν ήταν ίδια με τις άλλες και το πρόσεξε σχεδόν αμέσως μόλις άφησε την εφημερίδα από τα χέρια του και έκανε να πιάσει το χάρτινο ποτήρι του καφέ. Αμέσως το βλέμμα του πήγε ελάχιστα μέτρα πιο κάτω, στην άκρη σχεδόν του πάρκου που διακρίνονταν σαν μικρός σωρός από κουβέρτες και μέσα τους κάτι  σαν να σαλεύει. Αμέσως σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος εκείνο να δει τι συνέβαινε. Στάθηκε πάνω από τις κουβέρτες και δύο κουρασμένα μάτια ξεπρόβαλαν μέσα από αυτές διστακτικά και τον κοίταζαν. Εκείνος τα έχασε και πισωπάτησε. Τότε ένας γεράκος με μία πλούσια γενειάδα πέταξε τις κουβέρτες και σηκώθηκε όρθιος, κοιτάζοντας τον νεαρό καθηγητή διερευνητικά. Ο καθηγητής κατάφερε να βρει την ψυχραιμία του και έπειτα του ζήτησε συγγνώμη για την αδιακρισία του καθώς επίσης και για το ότι πιθανότατα τον είχε ξυπνήσει. Δεν περίμενε να πάρει κάποια απάντηση, αφού θεώρησε πως ο γεράκος εκείνος θα ήταν κάποιος αλλοδαπός, ο οποίος δεν θα είχε καταλάβει τίποτα από αυτά που μόλις είχε πει εκείνος, εξάλλου ήταν πια σχεδόν συχνό φαινόμενο στην πρωτεύουσα οι αλλοδαποί άστεγοι στις γωνιές των δρόμων.  Αντί όμως για την σιωπή άκουσε καθαρά μια φωνή να του απαντά: “ Δεν πειράζει παλικάρι μου, εσύ να είσαι καλά”.

Τα είχε χάσει εντελώς και ξαναπήγε πολύ κοντά στον παππού, παρατηρώντας τον σχολαστικά, εκείνος αυτή την φορά: “ Τι έπαθες παλικάρι μου και με θωρείς; Δεν βλέπεις δα και κάτι το αξιοπερίεργο. Ένα παλιόγερο μονάχα που κοιμάται στον δρόμο. Συχνό φαινόμενο στις μέρες μας, δε νομίζεις;” του είπε και έχασε προς στιγμή την ισορροπία του και ο νεαρός έσπευσε να τον κρατήσει πιάνοντας τον με τα δύο του χέρια. Ο γεράκος τον απώθησε αμέσως μόλις ξαναβρήκε την ισορροπία του.

“Συγγνώμη γιε μου αν σε έσπρωξα, μα δεν θέλω να σου λερώσω το όμορφο κοστούμι σου. Κοίτα με, εγώ είμαι βρώμικος, δεν είμαι για να με ακουμπάει άνθρωπος. Αυτές οι ζαλάδες είναι φίλες μου καλές, με συντροφεύουν από τα νιάτα μου όταν σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι…Απ’ το κρεβάτι…Βλέπεις, η δύναμη της συνήθειας…Νομίζω πως ακόμα κοιμάμαι στο κρεβάτι μου αντί στο πεζοδρόμιο.” Είπε σαρκαζόμενος κι ένα παράπονο ζωγραφιζόταν στο τελείωμα των λέξεων, ίσως και μία αμυδρή νοσταλγία για τα περασμένα χρόνια.

“Το έχετε κοιτάξει αυτό το θέμα με τις ζαλάδες; Ίσως να είναι κάτι σοβαρό” και ο γεράκος ξέσπασε σε δυνατά γέλια

“ Να με συγχωρείς παλικάρι μου που γελάω, μα οι ζαλάδες δεν είναι το σοβαρό στη δική μου ζωή. Μια απλή ορθοστατική υπόταση έχω από νέος”

Ο Πλάτωνας χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά πήγε ως το παγκάκι που καθόταν ελάχιστα μόλις μέτρα και έπιασε την διαφανή σακουλίτσα και την έτεινε προς τον φανερά καταβεβλημένο ηλικιωμένο. Κοιτάχτηκαν στα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα και έπειτα άρπαξε την σακούλα, έβγαλε το κουλούρι και άρχισε να το γεύεται αργά αργά, σχεδόν απολαυστικά κάθε του μικρή μπουκιά. Ο νεαρός καθηγητής κρατώντας τον καφέ στο χέρι, το έτεινε και αυτό προς εκείνον. Τότε ο παππούς τον αντίκρισε και ήταν σαν να τον ευγνωμονούσε με το βλέμμα του. Ήπιε αμέσως μια μεγάλη γουλιά καφέ και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε εικόνα απόλυτης ικανοποίησης. Θαρρείς πως και μόνο με αυτή την γουλιά να άλλαξε πρόσωπο και ξαφνικά θύμιζε νεώτερος. Είχαν καθίσει και οι δύο στο παγκάκι και ο γεράκος συνέχιζε να τρώει το κουλούρι και να πίνει μικρές πια γουλιές καφέ, ίσως γιατί ήθελε να το ευχαριστηθεί και αυτό όσο πιο πολύ μπορούσε, όπως ακριβώς έκανε και με το κουλούρι του.

“Τι δουλειά κάνεις γιε μου” τον ρώτησε καθώς κατέβαζε την τελευταία του μπουκιά

“Φιλόλογος, καθηγητής στο λύκειο της περιοχής”

“Φιλόλογος…” μονολόγησε ο γεράκος με μία θλίψη στα μάτια και έδειξε σαν19198584_10208856970451961_1616018157_n να χάνεται στις σκέψεις του για λίγο.

“Οι περισσότεροι φίλοι μου ήταν Φιλόλογοι και καθηγητές Πανεπιστημίου, γεμάτοι από οράματα, άνθρωποι φωτισμένοι.” Είπε νοσταλγικά κοιτάζοντας στην ευθεία του το πεζοδρόμιο λες και εκεί έβλεπε χίλιες δύο εικόνες από το παρελθόν του.

“ Εσείς, τι δουλειά κάνατε; Πως βρεθήκατε εδώ;” τον ρώτησε σχεδόν με μία ανάσα ο Πλάτωνας, γεμάτος από περιέργεια.

Εκείνος δεν του απάντησε, έσκυψε απλά το κεφάλι του λες και ντρεπόταν ή σαν να έτρεξε ένα δάκρυ από τα κουρασμένα του μάτια και δεν ήθελε από περηφάνια να φανεί. Ο νέος δεν ήθελε να τον φέρει σε δύσκολη θέση.

“Πώς είναι το όνομα σου, καθηγητά μου” τον ρώτησε αδιάφορα χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του, μόνο και μόνο για να αγνοήσει την ερώτηση που του είχε γίνει πριν από λίγο.

“ Ονομάζομαι Πλάτωνας” του απάντησε κάπως άκεφα, σκεπτόμενος ότι είχε φέρει σίγουρα σε δύσκολη θέση τον γεράκο. Στην απάντηση του, ο ηλικιωμένος σήκωσε το κεφάλι του και του έριξε ένα δύσπιστο βλέμμα. Ο Πλάτωνας ξεκίνησε να μιλά και να εξηγεί πως το όνομά του, το είχε επιλέξει ο πατέρας του, από την αγάπη του σε έναν “μεγάλο” ποιητή φίλο του, από τα φοιτητικά του χρόνια στην Νομική, που έφερε αυτό το όνομα. Ήταν μεγάλος λάτρης των ποιημάτων του, έχοντας στην βιβλιοθήκη του όλες τις ποιητικές συλλογές που είχε εκδώσει. Με το πέρας όμως των χρόνων και τις υποχρεώσεις τις καθημερινές, οι δύο καλοί φίλοι χάθηκαν. Ο ποιητής ήταν ο ανάδοχος του Πλάτωνα, ωστόσο δεν τον θυμόταν καθόλου αφού οι σχέσεις διεκόπησαν λίγο μετά την βάπτιση και ενώ εκείνος ήταν μόλις στα δύο του χρόνια. “Το αγαπώ το όνομά μου” είπε με καμάρι. “ Έμαθα να αγαπώ και τα γραπτά του νονού μου, χωρίς να τον γνωρίζω προσωπικά. Εκείνος, ήταν η κινητήριος δύναμη για να σπουδάσω φιλοσοφική, παρ όλο που δεν το είχα αντιληφθεί αμέσως. Τα ποιήματά  του ακόμα και τώρα διδάσκουν, είναι τόσο διαχρονικά κι εγώ επιλέγω ασχέτως με την ύλη που έχουν στα σχολεία να τα διαβάζω στα παιδιά και  τους παροτρύνω να τον “ψάχνουν” από μόνα τους και να τον μάθουν. Είναι τόσο όμορφο όταν γραπτά μένουν αναλλοίωτα στο χρόνο και είναι συνάμα πιο επίκαιρα από ποτέ. Σαν ένας προφήτης ο συγκεκριμένος είχε προβλέψει και είχε γράψει για τούτα όλα που συμβαίνουν στον κόσμο. Πόλεμοι, εξαθλίωση, πείνα και απαίδευτος λαός, μικρός μπροστά στους δυνατούς. Με συγχωρείτε, με συνεπήρε η θύμηση μου, για τον νονό μου, Πλάτωνα Πολέμιο και σας κούρασα” απολογούμενος με μία φανερή συγκίνηση στα μάτια.

“ Μιλάς όμορφα αγόρι μου. Τόσο όμορφα, επιπλέον δεν ντρέπεσαι να συγκινηθείς και αυτό είναι μεγάλη αρετή σε έναν άνδρα. Μίλησες για λέξεις δυνατές, που φέρουν μέσα τους έντονο πόνο και οδυνηρό συναίσθημα. Δεν με κούρασες καθόλου, αντιθέτως άκουσα επιτέλους μια φωνή να μιλά, μια φωνή αληθινή. Μόνος εδώ, δεν έχω άνθρωπο να πω μια κουβέντα και εσύ παιδί μου ήρθες από το πουθενά και όσο περίεργο κι αν σου φαίνεται με έκανες να αισθανθώ ξανά μέσα από τα λόγια σου. Πες μου τι άλλο σου έλεγε ο πατέρας σου γι αυτόν λοιπόν τον ποιητή; Κάνε με να ξεχάσω λιγάκι την δική μου μιζέρια και εξαθλίωση, το χω τόσο μεγάλη ανάγκη.”

“Με τον πατέρα μου είχαν βρεθεί πρώτη φορά σε μία βραδιά ποίησης που διοργάνωνε η φοιτητική λέσχη απ’ ότι μου είχε αναφέρει. Με το που άκουσε το πρώτο του ποίημα αμέσως μαγεύτηκε με την γραφή του και δεν τον αδικώ. Αυτός ο λυρισμός, χωρίς όμως να ωραιοποιεί καταστάσεις, να γίνεται πέραν του δέοντος ονειροπόλος είναι που μάγεψε και εμένα. Αφήνει τον αναγνώστη να ονειρευτεί τόσο όσο η εποχή του το επιτρέπει και όπως και τώρα έτσι και τότε ο λαός δεν είχε χρόνο για πολλές ονειροπολήσεις, αντιθέτως η αφύπνιση ήταν κάτι που υπήρχε στην ποίησή του και η ασίγαστη φωτιά για την υλοποίηση στόχων και την ανύψωση του ανθρώπου που τα βγάζει δύσκολα πέρα και προσπαθεί να επιβιώσει.” Αφού είπε τα τελευταία λόγια δαγκώθηκε αμέσως όταν σκέφτηκε δίπλα σε ποιον άνθρωπο κάθεται και τα αναφέρει. Η επόμενη κίνηση του ήταν να κοιτάξει το ρολόι του και μ’ ένα απότομο σάλτο σχεδόν πήδηξε από το παγκάκι έντρομος.

“Χριστέ μου, πέρασε η ώρα και έχασα την πρώτη ώρα διδασκαλίας ”  είπε πανικόβλητος

“Ούτε ειδοποίησα πως κάτι μου έτυχε τελευταία στιγμή. Θα με ψάχνουν από το σχολείο” συνέχισε στο ίδιο ανησυχητικό ύφος.

Κοίταξε τον γεράκο, ο οποίος φαινόταν να μην ακούει λέξη και να είναι χαμένος θαρρείς σε έναν δικό του κόσμο πάλι, γεμάτο ίσως από αναμνήσεις αφού στα μάτια του πια διακρίνονταν καθαρά τα δάκρυα.

“Πρέπει να φύγω αμέσως.Θα…Θα ξανά έρθω μετά το σχολείο να μιλήσουμε και να σας φέρω κάτι να φάτε” του είπε με ένα ύφος απολογητικό.

.Άρχισε να απομακρύνεται όταν ο ηλικιωμένος του φώναξε “Να πεις του Κώστα, του πατέρα σου, ότι σε μεγάλωσε με ήθος. Είναι περήφανος για σένα ένας άστεγος ποιητής”.

Τ Ε Λ Ο Σ

ΔΕΥΤΕΡΑ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ

Φόρεσε μανδύα υποκρισίας και την ψυχή της έκρυψε την ματωμένη, Δευτέρα στους δρόμους βγαίνει με ύφος αδιαπέραστο, σκληρό. Σπρώχνει τα ρήματα που την τραβάνε πίσω, να πέσουν στο χαμό το «νιώθω» και το «θέλω» ελεύθερη πτώση κάνουν στο χάος το τρομερό. Με σχοινιά για χέρια, κρεμιέται απ’ το υπαρκτό, δε μπόρεσε να κάνει κούνια πάνω στο ιδεατό. Τις Κυριακές της, έπαψε να βλέπει τον ήλιο και τον ουρανό, σβηστήκανε απ’ τη μνήμη, χάθηκαν στο σωρό… Οι μήνες δεν περνάνε, φοράνε παγετό, Δευτέρα κάθε μέρα χτυπά το ξυπνητήρι, ο δρόμος κι η ομίχλη διαγράφουνε φυγή.              Το ρήμα «αγαπώ» μες στα βιβλία βλέπει κι ας κάνει πως αντέχει, της λείπει το αίσθημα αυτό που όλα τα αλλάζει, σε τίποτα δε διστάζει κι ειν’ αληθινό. Μα την αλήθεια της καρδιάς, τη σκότωσε καιρό. Δευτέρα ξημερώνει, βροχή και παγετός και τον μανδύα δένει στη μέση πιο σφιχτά μην τύχει και τους δείξει κάτι από καρδιά… Βάγια Μπαλή